- γκέισα
- ηΓιαπωνέζα τραγουδίστρια και χορεύτρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γκέισα — Ιαπωνική λέξη που δηλώνει την επαγγελματία χορεύτρια και τραγουδίστρια. Οι γ. διαλέγονται παραδοσιακά ανάμεσα στις ωραιότερες νέες. Από ηλικία δέκα ετών φοιτούν σε ειδικά σχολεία όπου μαθαίνουν τραγούδι, απαγγελία ποιημάτων, χορό, διάφορα μουσικά … Dictionary of Greek
Ουταμάρο — (Utamaro, Καουαγκόε, Μουσάσι 1753 – Έντο, σημερινό Τόκιο 1806). Ιάπωνας ζωγράφος και χαράκτης. Όπως ο Μορονόμπου, ο Χοκουζάι και άλλοι, ήταν και εικονογράφος βιβλίων επιστημονικών εκλαϊκευτικών ή ρομαντικής λογοτεχνίας, αλλά κυρίως ερωτικών.… … Dictionary of Greek